μπουγιουρντί

μπουγιουρντί
το (Μ [μ]πουγιουρουλ[ν]τί)
νεοελλ.
1. έγγραφο οποιασδήποτε αρχής που φέρνει δυσάρεστες ειδήσεις ή διαταγές
2. επίπληξη, επιτίμηση, κατσάδα
μσν.
έγγραφη διαταγή Τούρκου αξιωματούχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. buyrultu].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”